- ςυλάω
- ςῡλάω1 take from c. (acc. &) gen. εὐπαρᾴου κρᾶτα συλάσαις Μεδοίσας υἱὸς Δανάας (Heyne: συλήσαις codd., quod def. Forssman, 157, ut a συλέω ductum) P. 12.16 οἶον δ' ἐν Μαραθῶνι συλαθεὶς ἀγενείων μένεν ἀγῶνα (i. e. εἰς τοὺς ἄνδρας χωρήσας Σ.) O. 9.89
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.